λῃστρικός

λῃστρικός
λῃστρικός
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ληστρικός — ή, ό (AM λῃστρικός, ή, όν) [ληστρίς] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ληστές («ὁ λῃστρικὸς πόλεμος» Πλούτ.) 2. αυτός που προσιδιάζει στον τρόπο τών ληστών, αυτός που έχει τον χαρακτήρα ληστείας («ληστρική πράξη») 3. φρ. «ληστρική σύνοδος»… …   Dictionary of Greek

  • ληστρικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στους ληστές: Ληστρικές επιδρομές. 2. αισχροκερδής: Το μαγαζί του έχει ληστρικές τιμές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λῃστρικά — λῃστρικός neut nom/voc/acc pl λῃστρικά̱ , λῃστρικός fem nom/voc/acc dual λῃστρικά̱ , λῃστρικός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστρικώτερον — λῃστρικός adverbial comp λῃστρικός masc acc comp sg λῃστρικός neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιστρικόν — λῃστρικός masc acc sg λῃστρικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστρικῶν — λῃστρικός fem gen pl λῃστρικός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστρικόν — λῃστρικός masc acc sg λῃστρικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστρικώτατα — λῃστρικός adverbial superl λῃστρικός neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστρικώτατον — λῃστρικός masc acc superl sg λῃστρικός neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιστρικοῖς — λῃστρικός masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”